- βοσπορεῖον
- βοσπορ-εῖον, τό, name of a temple, Dccr.Byz. ap. D.18.91:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοσπόρειον — βοσπόρειος Ox ford masc/fem acc sg βοσπόρειος Ox ford neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπορείῳ — βοσπόρειος Ox ford masc/fem/neut dat sg βοσπορεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)